- συνεραστής
- συνεραστής, οῦ, ὁ,A joint lover, Timocl.8.6; σ. τινῶν τῇ πόλει loving them jointly with . . , X.Smp.8.41, cf. Plot.5.8.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεραστής — joint lover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεραστής — ὁ, Α [ἐραστής] αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
συνερασταί — συνεραστής joint lover masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεραστάς — συνεραστά̱ς , συνεραστής joint lover masc acc pl συνεραστά̱ς , συνεραστής joint lover masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՓԱՓԱԳԱԿԻՑ — ( ) NBH 2 0937 Chronological Sequence: 5c ա. συνεραστής rivalis. Զոյգ ընդ այլում փափաքօղ իմիք. նախանձակից. *Ո՛վ սիրելիք՝ խրատիչք, եւ ճշմարտութեանն փափագակիցք. Առ որս. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)